ἀνείσφορος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνείσφορος:''' -ον, απαλλαγμένος από την <i>εἰσφοράν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνείσφορος:''' -ον, απαλλαγμένος από την <i>εἰσφοράν</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνείσφορος:''' свободный от налогов Plut.
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσφορος Medium diacritics: ἀνείσφορος Low diacritics: ανείσφορος Capitals: ΑΝΕΙΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aneísphoros Transliteration B: aneisphoros Transliteration C: aneisforos Beta Code: a)nei/sforos

English (LSJ)

ον,

   A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.

German (Pape)

[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exempt d’impôts.
Étymologie: ἀ, εἰσφορά.

Spanish (DGE)

-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.

Greek Monolingual

ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.

Greek Monotonic

ἀνείσφορος: -ον, απαλλαγμένος από την εἰσφοράν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσφορος: свободный от налогов Plut.