ἀνοίδησις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνοίδησις]]) [[ανοιδώ]]<br />[[πρήξιμο]], [[εξόγκωση]], [[φούσκωμα]] («[[ἀνοίδησις]] μαστῶν», «[[ἀνοίδησις]] θαλάσσης»<br />Αριστοτέλης).
|mltxt=η (Α [[ἀνοίδησις]]) [[ανοιδώ]]<br />[[πρήξιμο]], [[εξόγκωση]], [[φούσκωμα]] («[[ἀνοίδησις]] μαστῶν», «[[ἀνοίδησις]] θαλάσσης»<br />Αριστοτέλης).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοίδησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> вздувание, раздутие (ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> набухание (τῶν μαστῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> подъем (θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίδησις Medium diacritics: ἀνοίδησις Low diacritics: ανοίδησις Capitals: ΑΝΟΙΔΗΣΙΣ
Transliteration A: anoídēsis Transliteration B: anoidēsis Transliteration C: anoidisis Beta Code: a)noi/dhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A swelling, intumescence, τῶν μαστῶν Arist.HA574b16, al.; θαλάσσης Id.Mu.399a27 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίδησις: -εως, ἡ, ἡ οἴδησις, ἐξόγκωσις, τῶν μαστῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 20, 7, καὶ ἀλλαχοῦ· θαλάσσης ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 6. 21

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
hinchazón τῶν μαστῶν Arist.HA 574b16
subida del mar, Arist.Mu.399a27.

Greek Monolingual

η (Α ἀνοίδησις) ανοιδώ
πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμαἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης»
Αριστοτέλης).

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίδησις: εως ἡ1) вздувание, раздутие (ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.);
2) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
3) подъем (θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.).