ἀντίλυρος: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίλῠρος:''' -ον ([[λύρα]]), αυτός που αποκρίνεται στη [[λύρα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀντίλῠρος:''' -ον ([[λύρα]]), αυτός που αποκρίνεται στη [[λύρα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίλῠρος:''' подобный или вторящий звукам лиры ([[καναχή]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A responsive to the lyre or like that of the lyre (Sch.), καναχά, of the flute, S.Tr.643.
German (Pape)
[Seite 255] (λύρα), καναχή Soph. Tr. 640, den Tönen der Lyra entsprechend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλῠρος: -ον, (λύρα), ἀλλὰ θείας ἀντίλυρον μούσας «ἀντῳδός, ἰσόλυρος» (Σχόλ.) Σοφ. Τρ. 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à la lyre.
Étymologie: ἀντί, λύρα.
Spanish (DGE)
(ἀντίλῠρος) -ον semejante a (el de) la lira καναχά S.Tr.643.
Greek Monolingual
ἀντίλυρος, -ον (Α)
ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.
Greek Monotonic
ἀντίλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που αποκρίνεται στη λύρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίλῠρος: подобный или вторящий звукам лиры (καναχή Soph.).