ἀντίχορδος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίχορδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον [[άλλο]], ο [[αντίθετος]].
|mltxt=[[ἀντίχορδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον [[άλλο]], ο [[αντίθετος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίχορδος:''' досл. звучащий противоположно, перен. прямо противоположный (τοῖς [[ὑπό]] τινος πεφιλοσοφημένοις Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίχορδος Medium diacritics: ἀντίχορδος Low diacritics: αντίχορδος Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: antíchordos Transliteration B: antichordos Transliteration C: antichordos Beta Code: a)nti/xordos

English (LSJ)

ον,

   A concordant, Hsch.: but,    II metaph., in reply or opposition to, τοῖς πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.

German (Pape)

[Seite 264] (χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίχορδος: -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Πλούτ. 2. 663Ε· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. δίδει ἐναντίαν ἑρμηνείαν: «ἀντίχορδα· σύγχορδα· ἰσόχορδα».

Spanish (DGE)

-ον
1 discordante ταῦτα μέν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.
2 concordante Hsch.

Greek Monolingual

ἀντίχορδος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίχορδος: досл. звучащий противоположно, перен. прямо противоположный (τοῖς ὑπό τινος πεφιλοσοφημένοις Plut.).