ἀπαί: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαί:''' ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἀπαί:''' ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαί:''' Hes. = [[ἀπό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἀπό, Emp.134, D.P.51. ἀπαιάζει, corrupt in Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] p. = ἀπό, v. l. bei Hom. Iliad. 11, 664 Hes. Sc. 409. 437; Sp. D., wie Theocr. 22, 121.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαί: ποιητ. ἀντὶ ἀπό, ὡς τὰ διαί, παραί, ὑπαί, Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409, δ. γρ. ἐν Ἰλ. Λ. 664.
Spanish (DGE)
v. ἀπό.
Greek Monolingual
ἀπαὶ (ποιητ.) (Α)
από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ποιητ. τ. απαί σχηματίστηκε από το από αναλογικά προς το υπαί: υπό].
Greek Monotonic
ἀπαί: ποιητ. αντί ἀπό, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαί: Hes. = ἀπό.