ἁπαλόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που τρέφει [[μειλίχια]], τρυφερά αισθήματα, [[γλυκύς]], [[πράος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁπᾰλόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που τρέφει [[μειλίχια]], τρυφερά αισθήματα, [[γλυκύς]], [[πράος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλόφρων:''' 2, gen. ονος с нежной душой ([[κόρη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλόφρων Medium diacritics: ἁπαλόφρων Low diacritics: απαλόφρων Capitals: ΑΠΑΛΟΦΡΩΝ
Transliteration A: hapalóphrōn Transliteration B: hapalophrōn Transliteration C: apalofron Beta Code: a(palo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A softhearted, AP7.403 (Marc.Arg.).

German (Pape)

[Seite 277] zartsinnig, unschuldig, κόρη M. Arg. 32 (VII, 403); Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόφρων: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλά, τρυφερὰ αἰσθήματα, ἤπιος, Ἀνθ. Π. 7. 403, Κλήμ. Ἀλ. 108.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au cœur délicat.
Étymologie: ἁπαλός, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [gen. -ονος]
que es de tierno corazón ἑταίραι AP 7.403 (Marc.Arg.), cf. Clem.Al.Paed.1.5.19.

Greek Monolingual

ἁπαλόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλά, τρυφερά αισθήματα, ήπιος.

Greek Monotonic

ἁπᾰλόφρων: -ον (φρήν), αυτός που τρέφει μειλίχια, τρυφερά αισθήματα, γλυκύς, πράος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλόφρων: 2, gen. ονος с нежной душой (κόρη Anth.).