ἀπάρτησις: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπάρτησις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εξάρτηση]], [[προσάρτηση]]<br /><b>2.</b> [[προσκόλληση]], [[σύνδεση]].
|mltxt=[[ἀπάρτησις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εξάρτηση]], [[προσάρτηση]]<br /><b>2.</b> [[προσκόλληση]], [[σύνδεση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάρτησις:''' εως ἡ свисание (τῶν πτερυγίων Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρτησις Medium diacritics: ἀπάρτησις Low diacritics: απάρτησις Capitals: ΑΠΑΡΤΗΣΙΣ
Transliteration A: apártēsis Transliteration B: apartēsis Transliteration C: apartisis Beta Code: a)pa/rthsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hanging from, appendage, τῶν πτερυγίων Arist.GA720b12.    2 attachment, Hp.Art.8 (with v.l. ἀπάρτισις): metaph., dependence, Plot.5.1.2.    II detachment, separation, Ph. 1.209.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, das Herabhangen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρτησις: ἡ, κρέμασις, τῶν πτερυγίων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2. 2) ἐξάρτησις, Κλήμ. Ἀλ. 248. ΙΙ. ἀποχωρισμός, ἀπόσπασις, Φίλων 1. 209.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I colgante, apéndice c. gen. τῶν πτερυγίων Arist.GA 720b12.
II 1separación τέμνεται γὰρ οὐδὲν τοῦ θείου κατ' ἀπάρτησιν Ph.1.209, ἀπάρτησιν ἀπ' ἀλλήλων ἐχόντων Plot.5.1.2.
2 gram. separación, alejamiento en gr. entre el art. y la conj. de un lado y el nombre de otro ἀ. μέν, ὅταν τὸ ἄρθρον μετὰ τοῦ συνδέσμου χωρίζηται Sch.D.T.460.14, 15.

Greek Monolingual

ἀπάρτησις, η (Α)
1. εξάρτηση, προσάρτηση
2. προσκόλληση, σύνδεση.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάρτησις: εως ἡ свисание (τῶν πτερυγίων Arst.).