ἀποκληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποκληρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[αποκλήρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην [[τύχη]]<br /><b>2.</b> «[[ἀποκληρωτικός]] [[λόγος]]» — ο [[ασαφής]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποκληρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[αποκλήρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην [[τύχη]]<br /><b>2.</b> «[[ἀποκληρωτικός]] [[λόγος]]» — ο [[ασαφής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκληρωτικός:''' зависящий от жребия, случайный Sext.
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκληρωτικός Medium diacritics: ἀποκληρωτικός Low diacritics: αποκληρωτικός Capitals: ΑΠΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apoklērōtikós Transliteration B: apoklērōtikos Transliteration C: apoklirotikos Beta Code: a)poklhrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A choosing or acting by lot or chance, at random, τὸ-κόν S.E.P.3.79; absurd, λόγος Phlp.in Mete.82.35, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21.    II assigning, allotting, δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀ. Simp.in Epict.p.104 D.

German (Pape)

[Seite 307] nach dem Loose wählend, auf's Gerathewohl behauptend, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐκλέγων ἢ ἐνεργῶν διὰ κλήρου, ἤτοι κατὰ τύχην, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 79. ― Ἐπιρρ. -κῶς Ὠριγέν.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa al azar, aleatorio τὸ μὲν γὰρ πρὸς ἀκρίβειαν ἐπιχειρεῖν ὁρίζειν τὸν τόπον ... ἀποκληρωτικόν S.E.P.3.79
irracional, absurdo λόγος Phlp.in Mete.82.35, Leont.Byz.M.86.1924A, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21, Dam.in Phd.210, Procl.in Ti.1.438.13
de forma indiscriminada Origenes Io.1.36.
2 que reparte, que asigna δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀποκληρωτικάς Simp.in Epict.p.104.
II adv. -ῶς
1 caprichosamente, indiscriminadamente Origenes Io.10.3, Cels.3.23.
2 exclusivamente Eus.M.24.184D, Basil.M.32.185D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποκληρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την αποκλήρωση
αρχ.
1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη
2. «ἀποκληρωτικός λόγος» — ο ασαφής.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκληρωτικός: зависящий от жребия, случайный Sext.