ἀρι: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(3) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρῐ:''' [ᾰ], αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως [[ἐρι-]], επιτείνει τη [[σημασία]] που εκφράζεται από τη [[λέξη]] με την οποία συντίθεται· από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[Ἄρης]], [[ἀρετή]]. | |lsmtext='''ἀρῐ:''' [ᾰ], αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως [[ἐρι-]], επιτείνει τη [[σημασία]] που εκφράζεται από τη [[λέξη]] με την οποία συντίθεται· από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[Ἄρης]], [[ἀρετή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρῐ:''' (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. [[ἀρίδακρυς]], [[ἀρίδηλος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 350] untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend, verwandt mit ἀρείων, ἄριστος, ἀρετή, Ἄρης, s. ἀρείων.
English (Autenrieth)
(root ἀρ): inseparable intensive prefix, very.
Greek Monotonic
ἀρῐ: [ᾰ], αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως ἐρι-, επιτείνει τη σημασία που εκφράζεται από τη λέξη με την οποία συντίθεται· από την ίδια ρίζα με Ἄρης, ἀρετή.
Russian (Dvoretsky)
ἀρῐ: (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος).