ἀρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(3)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρῐ:''' [ᾰ], αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως [[ἐρι-]], επιτείνει τη [[σημασία]] που εκφράζεται από τη [[λέξη]] με την οποία συντίθεται· από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[Ἄρης]], [[ἀρετή]].
|lsmtext='''ἀρῐ:''' [ᾰ], αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως [[ἐρι-]], επιτείνει τη [[σημασία]] που εκφράζεται από τη [[λέξη]] με την οποία συντίθεται· από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[Ἄρης]], [[ἀρετή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρῐ:''' (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. [[ἀρίδακρυς]], [[ἀρίδηλος]]).
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 350] untrennbares Präfixum der Nomina, den Begriff des Wortes verstärkend, verwandt mit ἀρείων, ἄριστος, ἀρετή, Ἄρης, s. ἀρείων.

English (Autenrieth)

(root ἀρ): inseparable intensive prefix, very.

Greek Monotonic

ἀρῐ: [ᾰ], αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως ἐρι-, επιτείνει τη σημασία που εκφράζεται από τη λέξη με την οποία συντίθεται· από την ίδια ρίζα με Ἄρης, ἀρετή.

Russian (Dvoretsky)

ἀρῐ: (ᾰ) неотделимая приставка со знач. очень, весьма (ср. ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος).