ἀρχιπειρατής: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(3)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχιπειρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, [[αρχηγός]] πειρατών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀρχιπειρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, [[αρχηγός]] πειρατών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχιπειρᾱτής:''' οῦ ὁ главарь пиратской шайки Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, Hauptmann der Seeräuber, Plut. Pomp. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν πειρατῶν, ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν, Διόδ. 20. 97, Πλουτ. Πομπ. 45.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chef de pirates.
Étymologie: ἄρχω, πειρατής.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): lat. archipirata Cic.Off.2.11.40
archipirata, capitán pirata Cic.l.c., Verr.2.5.25, 29, Quint.Inst.9.4.64, 74, Liu.37.11, D.S.20.97, Polyaen.5.19, Plu.Pomp.45, Petron.101.5.

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχιπειρατής)
ο αρχηγός των πειρατών, ο αρχικουρσάρος.

Greek Monotonic

ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, αρχηγός πειρατών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχιπειρᾱτής: οῦ ὁ главарь пиратской шайки Diod., Plut.