ἄσκαλος: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσκᾰλος:''' невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
•fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].
Greek Monotonic
ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκᾰλος: невзрытый, невскопанный (ἄσκαλα πάντα Theocr.).