ἀπορραντήριον: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπορραντήριον:''' τό ([[ἀπορραίνω]]), [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀπορραντήριον:''' τό ([[ἀπορραίνω]]), [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορραντήριον:''' τό культ. кропильница Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, (ἀπορραίνω)
A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase d’eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).
Greek Monolingual
ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.
Greek Monotonic
ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.