ἀσυμπαγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσυμπᾰγής:''' -ές ([[συμπήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀσυμπᾰγής:''' -ές ([[συμπήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυμπᾰγής:''' досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A not compact, Luc.Anach.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: ἀ, συμπήγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].
Greek Monotonic
ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).