ἀσυγκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγκέραστος:''' -ον ([[συγκεράννυμι]]), μη αναμειγμένος, [[αμιγής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀσυγκέραστος:''' -ον ([[συγκεράννυμι]]), μη αναμειγμένος, [[αμιγής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγκέραστος:''' не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный ([[φύσις]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκέραστος Medium diacritics: ἀσυγκέραστος Low diacritics: ασυγκέραστος Capitals: ΑΣΥΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkérastos Transliteration B: asynkerastos Transliteration C: asygkerastos Beta Code: a)sugke/rastos

English (LSJ)

ον,

   A untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 379] ungemischt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκέραστος: не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный (φύσις Anth.).