αὐτονομέομαι: Difference between revisions
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτονομέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ., Δημ. | |lsmtext='''αὐτονομέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτονομέομαι:''' жить по собственным законам, быть независимым Thuc., Dem., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dep. c. aor. Pass.
A -ήθην Str.12.3.11:—to be independent, Th.1.144, D.4.4, etc.
German (Pape)
[Seite 399] nach eigenen Gesetzen, unabhängig leben, Thuc. 1, 144, öfter, u. Folgde, bes. im partic.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτονομέομαι: ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι αὐτόνομος, ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se gouverner par ses propres lois, être indépendant.
Étymologie: αὐτόνομος.
Spanish (DGE)
regirse por sus propias leyes, ser independiente de ciu. o pueblos, Th.1.144, 2.72, 6.84, D.4.4, Plb.21.22.4, 10, 25.2.13, Str.12.3.11.
Greek Monotonic
αὐτονομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι ανεξάρτητος, σε Θουκ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτονομέομαι: жить по собственным законам, быть независимым Thuc., Dem., Plut.