αὐτοκράτεια: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αὐτοκράτεια]]) [[αυτοκρατής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πλήρης]] [[ελευθερία]] της βούλησης<br /><b>αρχ.</b><br />απόλυτη [[εξουσία]], [[πλήρης]] [[κυριαρχία]]. | |mltxt=η (Α [[αὐτοκράτεια]]) [[αυτοκρατής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πλήρης]] [[ελευθερία]] της βούλησης<br /><b>αρχ.</b><br />απόλυτη [[εξουσία]], [[πλήρης]] [[κυριαρχία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοκράτεια:''' ἡ самодержавие, самовластие Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ,
A power over oneself, Pl.Def.412d.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, die Selbstherrschaft, Plat. Def. p. 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκράτεια: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, κυριαρχία, Πλάτ. Ὅροι 412D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
control sobre sí mismo αὐ. ἐπὶ παντί Pl.Def.412d.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοκράτεια) αυτοκρατής
νεοελλ.
η πλήρης ελευθερία της βούλησης
αρχ.
απόλυτη εξουσία, πλήρης κυριαρχία.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκράτεια: ἡ самодержавие, самовластие Plat.