ἄφλαστον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφλαστον:''' τό, Λατ. [[aplustre]], η κυρτή [[πρύμνη]] ενός πλοίου με τα στολίδια της, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ἄφλαστον:''' τό, Λατ. [[aplustre]], η κυρτή [[πρύμνη]] ενός πλοίου με τα στολίδια της, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφλαστον:''' τό тж. pl. верхняя часть кормы Hom., Her.
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφλαστον Medium diacritics: ἄφλαστον Low diacritics: άφλαστον Capitals: ΑΦΛΑΣΤΟΝ
Transliteration A: áphlaston Transliteration B: aphlaston Transliteration C: aflaston Beta Code: a)/flaston

English (LSJ)

τό,

   A curved poop of a ship with its ornaments, Il.15.717, Asclep. Tragil.31 J., Sch.A.R.1.1089: in pl., of a single ship, Hdt. 6.114.

German (Pape)

[Seite 412] τό, das gebogene Schiffshintertheil, mit Zierrathen versehen, der Knauf, Il. 15, 717; Her. 6, 114, im plur. Auch Sp., wie Ap. Rh. 1, 1089, wo der Schol. ausführlich von dem Worte spricht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφλαστον: τό, Λατ. aplustre, ἡ καμπύλη πρύμνα τοῦ πλοίου μετὰ τῶν ἑαυτῆς κοσμημάτων, Ἰλ. 15. 717, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1089· κατὰ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς πλοίου, Ἡρόδ. 6, 114.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
extrémité de l’arrière d’un navire.
Étymologie: cf. lat. aplustre.

English (Autenrieth)

aplustre, an ornamental knob on the stern of a ship, Il. 15.717†.

Spanish (DGE)

-ου, τό
popa curvada y rematada con un adorno o mascarón, ἄφλαστον μετὰ χερσὶν ἔχων Il.15.717, Lyc.26, 295, ἀφλάστοιο παρέθρισαν ἄκρα κόρυμβα A.R.2.601, tb. en plu. ἐπιλαμβανόμενος τῶν ἀφλάστων νέος Hdt.6.114, sobre su discutido significado, cf. Poll.1.90, Sch.A.R.1.1089, Hsch., Sud.

• Etimología: Quizá prést. de una lengua prehelénica, aunque tb. se ha rel. c. φλάω q.u. y ἀ- priv. c. el sent. de ‘lo que no debe ser destruido’.

Greek Monotonic

ἄφλαστον: τό, Λατ. aplustre, η κυρτή πρύμνη ενός πλοίου με τα στολίδια της, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφλαστον: τό тж. pl. верхняя часть кормы Hom., Her.