ἀτρεμεί: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτρεμεί:''' ή ί, επίρρ. του [[ἀτρεμής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀτρεμεί:''' ή ί, επίρρ. του [[ἀτρεμής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρεμεί:''' v. l. [[ἀτρεμί]] adv. Arph. = [[ἀτρέμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. of
A ἀτρεμής, ἀτρεμί Ar.Nu.261; ἀτρεμεί dub. in Alex.124.12.
German (Pape)
[Seite 388] = ἀτρεμί, Herm. bei Ar. Nubb. 262; Alex. Ath. 383 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμεί: ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
c. ἀτρέμας.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀτρεμί GDRK 56.48
adv.
1 fijamente, sin movimiento ἔχ' ἀ. estate quieto Ar.Nu.261, ἀτρε μὶ δ' ἑστειῶτι GDRK l.c., cf. Hdn.Epim.p.255, Theognost.Can.165.13.
2 tranquilamente, en paz ἄλλων ... καὶ ἀ. ζώντων Eust.Op.137.10.
Greek Monolingual
ἀτρεμεί και ἀτρεμί επίρρ. (Α) τρέμω
σταθερά, ήρεμα.
Greek Monotonic
ἀτρεμεί: ή ί, επίρρ. του ἀτρεμής, σε Αριστοφ.