ἄφερτος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄφερτος:''' -ον ([[φέρω]]), [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄφερτος:''' -ον ([[φέρω]]), [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄφερτος:''' невыносимый, нестерпимый ([[πρόστριμμα]], [[κακόν]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.
Greek Monotonic
ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφερτος: невыносимый, нестерпимый (πρόστριμμα, κακόν Aesch.).