αὐτόφωνος: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί από [[μόνος]] του, χρησμὸς [[αὐτόφωνος]], [[χρησμός]] που τον έστειλε ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''αὐτόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που ηχεί από [[μόνος]] του, χρησμὸς [[αὐτόφωνος]], [[χρησμός]] που τον έστειλε ο [[ίδιος]] ο [[θεός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόφωνος:''' лично произносимый: αὐτόφωνοι χρησμοί Luc. прорицания самих богов. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A self-sounding, χρησμὸς αὐ. an oracle delivered by the god himself, Luc.Alex.26.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόφωνος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἠχῶν, χρησμὸς αὐτ., ὃν αὐτὸς ὁ θεὸς ἀπήγγειλε, Λουκ. Ἀλέξ. 26. ― Ἐπίρρ. -νως Βασίλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle lui-même.
Étymologie: αὐτός, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
1 αὐ. χρησμός oráculo pronunciado por el mismo dios sin mediación, Luc.Alex.26.
2 adv. -ως con su propia boca Basil.M.31.324C.
Greek Monolingual
αὐτόφωνος, -ον (Α) φωνή
Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» — χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός
Greek Monotonic
αὐτόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί από μόνος του, χρησμὸς αὐτόφωνος, χρησμός που τον έστειλε ο ίδιος ο θεός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόφωνος: лично произносимый: αὐτόφωνοι χρησμοί Luc. прорицания самих богов.