βακέλας: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(3) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βακέλας:''' ὁ, [[ευνούχος]] στην [[υπηρεσία]] της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ. | |lsmtext='''βακέλας:''' ὁ, [[ευνούχος]] στην [[υπηρεσία]] της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰκέλᾱς:''' ὁ Anth. = [[βάκηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = folgdm; Alcm. bei Plut. de exil. 2 Alex. Aet. 3 (VII, 709), emend. für μακέλας.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
dor. c. βάκηλος.
Spanish (DGE)
ὁ
eunuco de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).
Greek Monotonic
βακέλας: ὁ, ευνούχος στην υπηρεσία της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰκέλᾱς: ὁ Anth. = βάκηλος.