βαθύκομος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(7) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαθύκομος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) [[εκείνος]] που έχει [[πυκνά]] δάση. | |mltxt=[[βαθύκομος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) [[εκείνος]] που έχει [[πυκνά]] δάση. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθύκομος:''' густо поросший (ὄρεα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with thick leaves, ὄρεα β. covered with thick forests, Ar.Fr.698 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκομος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― ὡσαύτως -κόμης, ου, Πολυδ. 2. 24.
Spanish (DGE)
(βᾰθύκομος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de follaje como cabellera densa y larga ὄρεα Ar.Fr.718.
Greek Monolingual
βαθύκομος, -ον (Α)
(για βουνά) εκείνος που έχει πυκνά δάση.
Russian (Dvoretsky)
βαθύκομος: густо поросший (ὄρεα Arph.).