βιολόγος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο η ([[βιολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο ασχολούμενος επιστημονικά με τη [[βιολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ηθοποιός]]. | |mltxt=ο η ([[βιολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο ασχολούμενος επιστημονικά με τη [[βιολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ηθοποιός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιολόγος:''' ὁ представляющий бытовые сцены, жанровый актер Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A one who represents to the life, player, IG14.2342, POxy.1025.7 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, Lebensschilderer, Darsteller der Menschen nach dem Leben, Mimen, Schauspieler, φώς Epigr., Wolf Anal. 1 p. 106.
Greek (Liddell-Scott)
βιολόγος: ὁ, ὡς τὸ ἠθολόγος, ὁ παριστῶν αὐτὴν τὴν ζωήν, ὡς εἶνε, ὅ ἐ. ἠθοποιός, Συλλ. Ἐπιγρ. 6750, ἴδε Ἰακ. Ἀνθ. II. σ. 970.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que representa la vida cotidiana, actor de mimos o comedias de costumbres, histrión, SEG 38.1412.4 (Perge II/III d.C.), IG 14.2342.6 (III d.C.), ITralleis 110.4, POxy.1025.7 (III d.C.), IGR 1.552 (Salona), IEphesos 1135.3, IGLS 9407 (IV d.C.), como trad. de lat. Atellani, Gloss.2.22.
Greek Monolingual
ο η (βιολόγος)
νεοελλ.
ο ασχολούμενος επιστημονικά με τη βιολογία
αρχ.
ο ηθοποιός.
Russian (Dvoretsky)
βιολόγος: ὁ представляющий бытовые сцены, жанровый актер Anth.