βλεπτός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλεπτός:''' -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ. | |lsmtext='''βλεπτός:''' -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλεπτός:''' достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть? | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be seen, S.OT1337.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’il faut voir, digne d’être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.
Greek Monolingual
βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.
Greek Monotonic
βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?