Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βάρδος: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(7)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βάρδος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποιητής]] ή [[τραγουδιστής]] με ευρεία [[απήχηση]] στον λαό<br /><b>αρχ.</b><br />Κέλτης [[ραψωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>bardo</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bar dus</i>, λ. κελτικής προέλευσης].
|mltxt=ο (AM [[βάρδος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποιητής]] ή [[τραγουδιστής]] με ευρεία [[απήχηση]] στον λαό<br /><b>αρχ.</b><br />Κέλτης [[ραψωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>bardo</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bar dus</i>, λ. κελτικής προέλευσης].
}}
{{elru
|elrutext='''βάρδος:''' ὁ бард (кельтский поэт-певец) Diod.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acémila, BGU 276.11, 17 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βάρδος)
νεοελλ.
ποιητής ή τραγουδιστής με ευρεία απήχηση στον λαό
αρχ.
Κέλτης ραψωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bardo < λατ. bar dus, λ. κελτικής προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

βάρδος: ὁ бард (кельтский поэт-певец) Diod.