βλαστημός: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλαστημός:''' ὁ, =[[βλάστη]] I, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βλαστημός:''' ὁ, =[[βλάστη]] I, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλαστημός:''' ὁ<b class="num">1)</b> Aesch. = [[βλάστη]] 2;<br /><b class="num">2)</b> цветение, расцвет Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.
Spanish (DGE)
-όν
I que hace germinar, germinador θέρος A.Fr.332a.2.
II subst. ὁ β.
1 retoño, renuevo τῆσδε β. de Belo, hijo de Libia y padre de Dánao, A.Supp.318.
2 crecimiento β. ... σώματος A.Th.12.
Greek Monolingual
βλαστημός, ο (Α) βλαστάνω
ο βλαστός.
Greek Monotonic
βλαστημός: ὁ, =βλάστη I, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βλαστημός: ὁ1) Aesch. = βλάστη 2;
2) цветение, расцвет Aesch.