Βρόντης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(3)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Βρόντης:''' ὁ ([[βροντάω]]), [[ένας]] από τους [[τρεις]] Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''Βρόντης:''' ὁ ([[βροντάω]]), [[ένας]] από τους [[τρεις]] Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Βρόντης:''' ου ὁ Бронт, «Громовой» (один из киклопов) Hes.
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Brontès « le Tonnant », Cyclope.
Étymologie: βροντάω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mit. Brontas, Trueno cíclope, hijo de Urano y Gea, Hes.Th.140, Pherecyd.35a, Apollod.1.1.2, Nonn.D.14.59, Sch.Il.8.39, Sch.A.Pr.351aH.

Greek Monotonic

Βρόντης: ὁ (βροντάω), ένας από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Βρόντης: ου ὁ Бронт, «Громовой» (один из киклопов) Hes.