βραχυτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχῠτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει [[κοντό]] λαιμό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''βρᾰχῠτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει [[κοντό]] λαιμό, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχυτράχηλος:''' с короткой шеей Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠτράχηλος Medium diacritics: βραχυτράχηλος Low diacritics: βραχυτράχηλος Capitals: ΒΡΑΧΥΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: brachytráchēlos Transliteration B: brachytrachēlos Transliteration C: vrachytrachilos Beta Code: braxutra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A short-necked, Pl.Phdr.253e, Arist.HA597b26.

German (Pape)

[Seite 463] kurzhalsig, Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 8, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων βραχὺν τὸν τράχηλον, Πλάτ. Φαίδρ. 253Ε, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le cou est court, trapu.
Étymologie: βραχύς, τράχηλος.

Spanish (DGE)

-ον
de cuello corto de animales, Pl.Phdr.253e, Arist.HA 597b26, D.S.2.51, Gp.16.2.1.

Greek Monolingual

βραχυτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαμηλό τράχηλο, ο κοντόλαιμος.

Greek Monotonic

βρᾰχῠτράχηλος: -ον, αυτός που έχει κοντό λαιμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυτράχηλος: с короткой шеей Plat., Arst.