γάλαξ: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γάλαξ]], η (Α)<br />[[είδος]] οστρακόδερμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], [[ονομασία]] που οφείλεται στο [[χρώμα]] του].
|mltxt=[[γάλαξ]], η (Α)<br />[[είδος]] οστρακόδερμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], [[ονομασία]] που οφείλεται στο [[χρώμα]] του].
}}
{{elru
|elrutext='''γάλαξ:''' ᾰκος ὁ галак (моллюск, предполож. из класса пластинчато-жаберных) Arst.
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάλαξ Medium diacritics: γάλαξ Low diacritics: γάλαξ Capitals: ΓΑΛΑΞ
Transliteration A: gálax Transliteration B: galax Transliteration C: galaks Beta Code: ga/lac

English (LSJ)

ακος, ἡ, a kind of

   A shell-fish, prob. Mactra lactea, Arist.HA 528a23.

German (Pape)

[Seite 471] γάλακες, αἱ, eine glatte Muschel, Arist. H. A. 4, 4, v. l. γαλάδες.

Greek (Liddell-Scott)

γάλαξ: ἡ, εἶδος μαλακοστράκου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 4. 6.

Spanish (DGE)

v. γάλα.
-ακος, ἡ
ict. un molusco quizá Spisula subtruncata da Costa, Arist.HA 528a23.

Greek Monolingual

γάλαξ, η (Α)
είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα, ονομασία που οφείλεται στο χρώμα του].

Russian (Dvoretsky)

γάλαξ: ᾰκος ὁ галак (моллюск, предполож. из класса пластинчато-жаберных) Arst.