γεφυροποιός: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεφῡροποιός:''' ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ. | |lsmtext='''γεφῡροποιός:''' ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεφῡροποιός:''' ὁ (лат. [[pontifex]]) досл. строитель мостов, перен. римский жрец Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A bridgemaker, = Lat. pontifex, Plu.Num.9.
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, Brückenmacher, für das lat. pontifex, Plut. Num. 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων γεφύρας, Λατ. pontifex, Πλούτ. Νουμ. 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
= lat. pontifex, primit. constructeur de ponts.
Étymologie: γέφυρα, ποιέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
constructor de puentescomo trad. de lat. pontifex γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.Num.9.
Greek Monolingual
ο (AM γεφυροποιός)
τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών
νεοελλ.
όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.
Greek Monotonic
γεφῡροποιός: ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γεφῡροποιός: ὁ (лат. pontifex) досл. строитель мостов, перен. римский жрец Plut.