δαύω: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές]. | |mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαύω:''' эол. [[Sappho]] = [[ἰαύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)
German (Pape)
[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.
Spanish (DGE)
dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.
• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.
Greek Monolingual
δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].