δημοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημοκόπος:''' ὁ, [[δημαγωγός]], [[λαοπλάνος]].
|lsmtext='''δημοκόπος:''' ὁ, [[δημαγωγός]], [[λαοπλάνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δημοκόπος:''' Diod. = [[δημοκοπικός]].
}}
}}

Revision as of 18:17, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκόπος Medium diacritics: δημοκόπος Low diacritics: δημοκόπος Capitals: ΔΗΜΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: dēmokópos Transliteration B: dēmokopos Transliteration C: dimokopos Beta Code: dhmoko/pos

English (LSJ)

ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, Volksschmeichler, der die Gunst des Volkes auf jede Weise zu erhaschen sucht, Dion. Hal. 5, 65 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκόπος: ὁ, δημαγωγός,Διον.Ἁλ. 5. 65· πρβλ. διξοκόπος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui capte la faveur populaire, démagogue.
Étymologie: δῆμος, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ captador del favor popular, demagogo ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.Adul.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ δημηγόρος Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.Hann.18.

Greek Monolingual

ο (Α δημοκόπος)
ο δημαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κοπος < κόπτω.

Greek Monotonic

δημοκόπος: ὁ, δημαγωγός, λαοπλάνος.

Russian (Dvoretsky)

δημοκόπος: Diod. = δημοκοπικός.