γωνιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γωνιοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] γωνίας.
|mltxt=-ές (AM [[γωνιοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] γωνίας.
}}
{{elru
|elrutext='''γωνιοειδής:''' угловатый ([[στρογγύλος]] ἢ γ. Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιοειδής Medium diacritics: γωνιοειδής Low diacritics: γωνιοειδής Capitals: ΓΩΝΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: gōnioeidḗs Transliteration B: gōnioeidēs Transliteration C: gonioeidis Beta Code: gwnioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A angular, Arist.GC319b14, Thphr.HP1.10.1, al. (γωνο- codd.). PHib.1.16.42 (Thphr.(?)).

German (Pape)

[Seite 512] ές, winkelförmig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιοειδής: -ές, γωνίᾳ ὅμοιος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 1.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): γωνοειδής Thphr.HP 1.10.1, CP 6.1.6, Sens.65
angulosoop. στρογγύλος: χαλκός Arist.GC 319b14, op. περιφερής: φύλλα Thphr.HP l.c., dicho de los humores, ref. a su σχῆμα Thphr.Sens.l.c. (= Democr.A 135), CP l.c. (= Democr.A 129), cf. Thphr.(?) en PHib.16.42.

Greek Monolingual

-ές (AM γωνιοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γωνίας.

Russian (Dvoretsky)

γωνιοειδής: угловатый (στρογγύλος ἢ γ. Arst.).