δεισιδαιμόνως: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(8) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεισιδαιμόνως]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[δεισιδαίμων]]<br />με [[δεισιδαιμονία]], με παράλογο φόβο. | |mltxt=[[δεισιδαιμόνως]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[δεισιδαίμων]]<br />με [[δεισιδαιμονία]], με παράλογο φόβο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεισῐδαιμόνως:''' богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.
Greek Monolingual
δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.
Russian (Dvoretsky)
δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).