Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεισιδαιμόνως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
(8)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεισιδαιμόνως]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[δεισιδαίμων]]<br />με [[δεισιδαιμονία]], με παράλογο φόβο.
|mltxt=[[δεισιδαιμόνως]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[δεισιδαίμων]]<br />με [[δεισιδαιμονία]], με παράλογο φόβο.
}}
{{elru
|elrutext='''δεισῐδαιμόνως:''' богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.

Greek Monolingual

δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.

Russian (Dvoretsky)

δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).