διανέομαι: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(3)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διανέομαι:''' Παθ., [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], σε Ανθ.
|lsmtext='''διανέομαι:''' Παθ., [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διανέομαι:''' пробегать, бегло просматривать (ἔργα, sc. Εὐριπίδου Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 592] durchgehen, διανεύμενος ἔργα σαοφροσύνης Christodor. in Anth. II, 34.

Greek (Liddell-Scott)

διανέομαι: διέρχομαί τι ἔργα Ἀνθ. Π. 2. 34.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
traverser, parcourir.
Étymologie: διά, νέομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. διανεύμενος]
ir hasta el fondo, fig. dedicarse fervientemente a c. ac. ἔργα σαοφροσύνης διανεύμενος AP 2.34 (Christod.).

Greek Monotonic

διανέομαι: Παθ., διέρχομαι, διαπερνώ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διανέομαι: пробегать, бегло просматривать (ἔργα, sc. Εὐριπίδου Anth.).