διαπιδύω: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[διαπιδύω]]) [[πιδύω]]<br />ρέω [[αργά]] [[μέσα]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυλίζω]], [[διηθώ]]. | |mltxt=(Α [[διαπιδύω]]) [[πιδύω]]<br />ρέω [[αργά]] [[μέσα]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυλίζω]], [[διηθώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπῑδύω:''' просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A ooze through, διὰ τῶν πόρων Arist.GA743a9, cf.Hp.Nat. Puer.21.
German (Pape)
[Seite 595] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῑδύω: [ῡ], διεκρέω ἢ διεξέρχομαι ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.
Spanish (DGE)
penetrar entre los poros, filtrarse, trasudar διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.GA 743a9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.in GA 110.7, cf. 111.17, Hsch.
Greek Monolingual
(Α διαπιδύω) πιδύω
ρέω αργά μέσα από τους πόρους του σώματος
αρχ.
διυλίζω, διηθώ.
Russian (Dvoretsky)
διαπῑδύω: просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.).