διάτροπος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάτροπος:''' разнообразный разнохарактерный ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.
Greek Monotonic
διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).