διείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του <i>δι-ερῶ</i>, <i>δι-εῖπον</i>.
|lsmtext='''διείρηκα:''' χρησιμ. ως παρακ. του <i>δι-ερῶ</i>, <i>δι-εῖπον</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''διείρηκα:''' pf. к [[διαγορεύω]] или к [[διεῖπον]].
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρηκα Medium diacritics: διείρηκα Low diacritics: διείρηκα Capitals: ΔΙΕΙΡΗΚΑ
Transliteration A: dieírēka Transliteration B: dieirēka Transliteration C: dieirika Beta Code: diei/rhka

English (LSJ)

   A v. διερῶ.

German (Pape)

[Seite 618] s. διερῶ.

Greek (Liddell-Scott)

διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ˙ - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de *διέρω.

Greek Monotonic

διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.

Russian (Dvoretsky)

διείρηκα: pf. к διαγορεύω или к διεῖπον.