δυσβίοτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσβίοτος:''' -ον, αυτός που καθιστά τη [[ζωή]] άθλια, αξιοθρήνητη, [[πενίη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσβίοτος:''' -ον, αυτός που καθιστά τη [[ζωή]] άθλια, αξιοθρήνητη, [[πενίη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσβίοτος:''' отягощающий жизнь, мучительный ([[πενίη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:58, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A making life wretched, πενίη AP7.648 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 677] elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβίοτος: -ον, (βίοτος) ὁ καθιστῶν τὸν βίον δυστυχῆ, πενίη Ἀνθ. Π. 7. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est pénible.
Étymologie: δυσ-, βίοτος.
Spanish (DGE)
-ον
que hace la vida penosa, que amarga la vida Alc.130(b)1 (dud.), πενίη AP 7.648 (Leon.).
Greek Monolingual
δυσβίοτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
Greek Monotonic
δυσβίοτος: -ον, αυτός που καθιστά τη ζωή άθλια, αξιοθρήνητη, πενίη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσβίοτος: отягощающий жизнь, мучительный (πενίη Anth.).