δυσμορία: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσμορία:''' ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη [[μοίρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσμορία:''' ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη [[μοίρα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσμορία:''' ἡ несчастье; гибель Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a hard fate, AP9.351 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Unglück, Leon. Al. 29 (IX, 551).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορία: ἡ, κακὴ μοῖρα, Ἀνθ. Π. 9. 351.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infortune.
Étymologie: δύσμορος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destino cruel, infortunio Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης AP 9.351 (Leon.).
Greek Monotonic
δυσμορία: ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη μοίρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμορία: ἡ несчастье; гибель Anth.