δυσβοήθητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσβοήθητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) [[δυσθεράπευτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσβοήθητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) [[δυσθεράπευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσβοήθητος:''' которому трудно помочь, с трудом устранимый ([[ἔκλυσις]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσβοήθητος Medium diacritics: δυσβοήθητος Low diacritics: δυσβοήθητος Capitals: ΔΥΣΒΟΗΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysboḗthētos Transliteration B: dysboēthētos Transliteration C: dysvoithitos Beta Code: dusboh/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to help or cure, Hp.Coac.491, D.S.3.47, 11.15, Paul. Aeg.5.29: Comp., Dsc.Eup.2.159. Adv. -τως Gal.5.122.

German (Pape)

[Seite 677] dem schwer zu helfen ist, schwer abzuhelfen; D. Sic. 3, 47. 11, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσβοήθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ ἢ θεραπεύσῃ τις, Διόδ. 3. 47., 11. 15, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de auxiliar, esp. medic. de difícil tratamiento γίνεται δὲ ταῦτα ἤδη δυσβοήθητα Hp.Coac.491, ἔκλυσις D.S.3.47, cf. 11.15, 18.44, Dsc.Eup.2.163, Paul.Aeg.5.29.1.
2 adv. -ως de forma difícil de curar (ἔντερον) ἑλκοῦται δ. Gal.5.122.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσβοήθητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί
2. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσβοήθητος: которому трудно помочь, с трудом устранимый (ἔκλυσις Diod.).