δυσπρόσοιστος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπρόσοιστος:''' -ον (<i>προσοίσομαι</i>, Μέσ. μέλ. του [[προσφέρω]]), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ. | |lsmtext='''δυσπρόσοιστος:''' -ον (<i>προσοίσομαι</i>, Μέσ. μέλ. του [[προσφέρω]]), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπρόσοιστος:''' [[προσοίσω]] досл. неприступный, перен. неприветливый, неласковый ([[στόμα]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to approach, στόμα S.OC1277.
German (Pape)
[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.
Spanish (DGE)
-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.
Greek Monolingual
δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.
Greek Monotonic
δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσοιστος: προσοίσω досл. неприступный, перен. неприветливый, неласковый (στόμα Soph.).