δωδεκαετής: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωδεκαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.
|lsmtext='''δωδεκαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκαετής:''' Plut. = [[δωδεκέτης]].
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰετής Medium diacritics: δωδεκαετής Low diacritics: δωδεκαετής Capitals: ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekaetḗs Transliteration B: dōdekaetēs Transliteration C: dodekaetis Beta Code: dwdekaeth/s

English (LSJ)

ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)

   A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6.    II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- ICr.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.Haer.5.26.29

• Morfología: [ac. δυοδεκαετία ICr.l.c.]
1 de doce años de edad de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. LXX 1Es.5.41
frec. en uso pred. a los doce años de edad ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años, ICr.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años Plu.Lyc.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.Comp.Lyc.Num.4.
2 que dura doce años χρόνος I.AI 15.341, ῥύσις Dion.Alex.Ep.Can.2 (p.103). Cf. δωδεκέτης.

Greek Monolingual

-ές (AM δωδεκαετής, -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ετών.

Greek Monotonic

δωδεκαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι δώδεκα χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαετής: Plut. = δωδεκέτης.