δρησμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρησμοσύνη:''' ἡ, = [[δρηστοσύνη]], Λατ. [[cultus]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''δρησμοσύνη:''' ἡ, = [[δρηστοσύνη]], Λατ. [[cultus]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρησμοσύνη:''' (ῠ) ἡ HH = *[[δραστοσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476. II = δρασμός, Max.351.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.
Greek (Liddell-Scott)
δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.
Greek Monolingual
δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.
Greek Monotonic
δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δρησμοσύνη: (ῠ) ἡ HH = *δραστοσύνη.