δωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(10)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δωρίζω]] και δωρ. τ. [[δωρίσδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Δωριείς<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γραμμένος]] στη δωρική διάλεκτο.———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[δωρίζω]])<br />[[κάνω]] [[δωρεά]], [[χαρίζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δωρίζω]] και δωρ. τ. [[δωρίσδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Δωριείς<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γραμμένος]] στη δωρική διάλεκτο.———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[δωρίζω]])<br />[[κάνω]] [[δωρεά]], [[χαρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δωρίζω:''' дор. [[δωρίσδω]] подражать дорянам или говорить на дорическом диалекте Theocr., Plut.
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 695] die Dorier nachahmen, bes. wie ein Dorier sprechen; Theocr. 15, 93; Strab. VI p. 333 u. II Sp.

French (Bailly abrégé)

parler dorien.
Étymologie: Δωρίς.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δωρίσδω Theoc.15.93
1 hablar el dialecto dorio Theoc.l.c., Ps.Dicaearch.3.2, Demetr.Eloc.177, Str.8.1.2, D.Chr.10.23, Plu.Phil.2, 2.421b, A.D.Synt.279.24.
2 componer o cantar en dorio Hsch., en v. pas. δωρίζεται τὰ Ἀλκμᾶνος (ποιήματα) A.D.Synt.279.25.

Greek Monolingual

(I)
δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α)
1. μιμούμαι τους Δωριείς
2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο.———————— (II)
δωρίζω)
κάνω δωρεά, χαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

δωρίζω: дор. δωρίσδω подражать дорянам или говорить на дорическом диалекте Theocr., Plut.