ἐγχρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(10)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και [[ἐγχρώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[ἐγχρῴζομαι]]<br />α) χρωματίζομαι, [[γίνομαι]] ανεξίτηλο [[χρώμα]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στερεά]].
|mltxt=ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και [[ἐγχρώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[ἐγχρῴζομαι]]<br />α) χρωματίζομαι, [[γίνομαι]] ανεξίτηλο [[χρώμα]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στερεά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχρώζω:''' и ἐγχρώννῡμι<br /><b class="num">1)</b> окрашивать (ἡ [[λευκότης]] ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> запечатлевать, проникать, pass. укореняться ([[πάθος]] ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.

Greek Monolingual

ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχρώζω: и ἐγχρώννῡμι
1) окрашивать (ἡ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);
2) запечатлевать, проникать, pass. укореняться (πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).