ἐγκοπεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εύς, ὁ,
A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.
German (Pape)
[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.
Greek Monotonic
ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.