ἐδίδαξα: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐδίδαξα:''' παρακ. του [[διδάσκω]].
|lsmtext='''ἐδίδαξα:''' παρακ. του [[διδάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐδίδαξα:''' aor. к [[διδάσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. διδάσκω.

Greek Monotonic

ἐδίδαξα: παρακ. του διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐδίδαξα: aor. к διδάσκω.