εἰλήλουθα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν. | |lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰλήλουθα:''' и ἐλήλουθα эп. pf. к [[ἔρχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν,
A v. ἔρχομαι.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
see ἔρχομαι.
Greek Monotonic
εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
Russian (Dvoretsky)
εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.