εἰκονοποιός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκονοποιός]], ο (Α)<br />ο [[κατασκευαστής]] εικόνων, [[ζωγράφος]] ή [[γλύπτης]].
|mltxt=[[εἰκονοποιός]], ο (Α)<br />ο [[κατασκευαστής]] εικόνων, [[ζωγράφος]] ή [[γλύπτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκονοποιός:''' ὁ художник, изобразитель ([[ζωγράφος]] ἤ τις [[ἄλλος]] εἰ. Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονοποιός Medium diacritics: εἰκονοποιός Low diacritics: εικονοποιός Capitals: ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: eikonopoiós Transliteration B: eikonopoios Transliteration C: eikonopoios Beta Code: ei)konopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A portrait-sculptor or -painter, Arist.Po.1460b9.

German (Pape)

[Seite 727] ὁ, Bilderverfertiger, Arist. poet. 35.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 2: ― ἐντεῦθεν εἰκονοποιέω Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 19.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
creador de imágenes ὡσπερανεὶ ζωγράφος ἢ τις ἄλλος εἰ. del poeta, Arist.Po.1460b9, de un escultor SEG 36.970B.57 (Afrodisias III d.C.) (cj. en ap. crít.), ὄντως ὢν εἰκὼν εἰ. de Dios, Basil.M.29.724C.

Greek Monolingual

εἰκονοποιός, ο (Α)
ο κατασκευαστής εικόνων, ζωγράφος ή γλύπτης.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονοποιός: ὁ художник, изобразитель (ζωγράφος ἤ τις ἄλλος εἰ. Arst.).